Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έλαιος — ἔλαιος, ο (AM) άγρια ελιά, αγριελιά, κότινος αρχ. 1. (οξύτ. ἐλαιός) πουλί, πιθ. είδος αιγιθάλου, μελισσοφάγου 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρμακεύς» ροδιακή λέξη … Dictionary of Greek
πιρίας — ὁ, Α είδος αιγιθάλου … Dictionary of Greek